- επιστρώνω
- (Μ ἐπιστρώνωΑ ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω]1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια2. σαμαρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιστρώνω — επιστρώνω, επέστρωσα και επίστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιστρώνω — επίστρωσα, επιστρώθηκα, επιστρωμένος, μτβ., στρώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, επικαλύπτω κάτι με κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιθοστρώνω — επιστρώνω κάτι με πέτρες («λιθοστρώνουν τον δρόμο μας») … Dictionary of Greek
μαρμαροστρώνω — επιστρώνω δάπεδο ή τοίχο με μάρμαρο … Dictionary of Greek
παρκετοστρώνω — επιστρώνω το δάπεδο δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο … Dictionary of Greek
δαπεδώνω — [δάπεδο] εξομαλύνω και επιστρώνω τμήμα εδάφους … Dictionary of Greek
επίστρωτος — η, ο [επιστρώνω] αυτός που έχει επίστρωμα, ο επιστρωμένος … Dictionary of Greek
επικονιώ — ἐπικονιῶ, άω (Α) επιγρ. επιστρώνω κονίαμα πάνω σε κάτι, επιχρίω με ασβέστη, ασπρίζω … Dictionary of Greek
επιστορέννυμι — ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α) 1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.) 2. σαμαρώνω («κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»] … Dictionary of Greek
επιστρωτήρας — ο [επιστρώνω] εργαλείο ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται για επίστρωση … Dictionary of Greek